Με αφορμή την είδηση από την Ξάνθη, ότι μια οικογένεια με αυτιστικό παιδί κινδυνεύει με έξωση λόγω των γειτόνων, θα σας διηγηθώ μια ιστορία που συνέβη πριν σαράντα πέντε χρόνια περίπου.
Όταν ήμασταν μικροί, οι συγχωρεμένοι γονείς μου Καλλιόπη και Νικόλας Γεωργιάδης, θεωρούσαμε πως έπρηζαν εμένα και τα αδέλφια μου, με δυο εκνευριστικές και επαναλαμβανόμενες συμβουλές: «Μάθετε γράμματα! Σπουδάστε για να ξεφύγετε από τη δική μας μιζέρια και ταλαιπωρία, που ούτε δημοτικό δεν βγάλαμε και είμαστε «αγράμματοι». Επιπλέον να επιδιώκετε να κάνετε παρέα με ανθρώπους «ανώτερους» από εσάς. Θα διδάσκεστε συνεχώς από αυτούς και στο τέλος θα βγείτε καλύτεροι και ωφελημένοι. Αποφύγετε τον βλάκα, τον αχαϊρευτο, τον πονηρό, τον μικρόψυχο, γιατί θα σας «τραβάει πάντα προς τα πίσω» και έτσι ποτέ δεν θα βελτιωθείτε σαν άνθρωποι». Τζάμπα τα έλεγαν όμως, γιατί είναι αποδεδειγμένο πως : “ Τα παιδιά δεν ακούνε αυτά που τους συμβουλεύουν οι γονείς τους, αλλά βλέπουν τις πράξεις τους…».
Πρέπει να ήταν αρχές της δεκαετίας του 70. Η ζωή μας στη Γαλατική χώρα του Κιλκιστάν ή Κιλκίς, περνούσε από βαρετά ως τραγικά. Η επαφή και η πληροφόρηση με τον έξω κόσμο ανύπαρκτη, με την ασπρόμαυρη τηλεόραση να κάνει τότε τις πρώτες δειλές εμφανίσεις σε κάποια σπίτια. Στη γειτονιά μας αλλά και την πόλη γενικότερα, η πλειοψηφία των ανθρώπων είναι αγρότες, εργάτες, τεχνίτες, κτηνοτρόφοι, οδηγοί λεωφορείων ή φορτηγών όπως ο πατέρας μου. Οι άλλοι μισοί και λόγω φτώχειας είναι μετανάστες σε Γερμανία, Σουηδία, ΗΠΑ. Ο καλύτερος από αυτούς έβγαλε το δημοτικό. Οι περισσότερες γυναίκες δεν εργάζονται και είναι απλές νοικοκυρές. Δεν θα τους χαρακτηρίσω ακριβώς «χαμηλού επιπέδου» ή «αγράμματους» αλλά σίγουρα ήταν μια φτωχική και ταπεινή μικροκοινωνία, αξιοπρεπέστατη αλλά με «επαρχιώτικη νοοτροπία» με ότι κι αν σημαίνει αυτό.
Τότε το Κιλκίς είχε πολύ στρατό. Ίσως και χιλιάδες στρατιώτες, αλλά και πολλούς αξιωματικούς. Η παρουσία των αξιωματικών έπαιξε καταλυτικό ρόλο, αφού έσπαζε την επαρχιώτικη ρουτίνα και μονοτονία της πόλης. Κι αυτό γιατί ερχόμενοι από άλλα μέρη της Ελλάδας, μας μετέφεραν έναν διαφορετικό και συχνά κοσμοπολίτικο αέρα. Ειδικά κάτι Ευέλπιδες από Αθήνα ή Θεσσαλονίκη -μα κυρίως οι γυναίκες τους-, μας «μάθαιναν» άθελά τους πως ζει και συμπεριφέρεται ο υπόλοιπος κόσμος. Κι αυτοί απλοί άνθρωποι ήταν, αλλά αν έβλεπες τα σπίτια τους από μέσα, το ντύσιμο, την ομιλία, τη συμπεριφορά, ένιωθες αυτή τη διαφορετική μυρωδιά στη νοοτροπία. Κι είχαν και αυτοκίνητο! Εμείς κλασσικά ορκ του Κιλκιστάν…
Η Δεσποινούλα με το σύνδρομο Down ήρθε στο Κιλκίς…
Σταρ της γειτονιάς μας η νιόπαντρη Κερκυραία κατάξανθη κουκλίτσα κ. Ρένα, σύζυγος ανθυπολοχαγού του πεζικού, που την ερωτεύτηκαν μέχρι και οι κολόνες της ΔΕΗ στο Κιλκίς. Την ίδια περίοδο έρχεται να μείνει και ένας ακόμη αξιωματικός ο κ. Θέμης αλλά σε ανώτερο βαθμό κάτι σαν διοικητής αν θυμάμαι. Μαζί του η σύζυγος και η μόλις λίγων μηνών μονάκριβη κόρη τους, η Δεσποινούλα όπως τη φώναζαν. Ο κ. Θέμης δεν έχει καμιά σχέση με το αυστηρό, βλοσυρό και ατσαλάκωτο πρόσωπο ενός κλασσικού αξιωματικού. Μιλάμε για 1972-73 για να μην ξεχνιόμαστε τι εποχή ζούμε… Γελαστός, ανοιχτόκαρδος, γλεντζές, επικοινωνιακός, φαγανός και μερακλής στο ποτό μαζί με καλή παρέα. Τρελαινόταν να γεύεται τα ποντιακά και ονειρεμένα πισία της μάνας μου. Η σύζυγός του η κ. Τούλα, μια φινετσάτη, γλυκύτατη και ευγενέστατη Θεσσαλονικιά, μια Κυρία με τα όλα της. Δυο εξαιρετικοί άνθρωποι που πραγματικά ήταν ευλογία θεού που ήρθαν στη λαϊκή γειτονιά μας. Αλλά επειδή ο θεός μας αγαπούσε, μας έστειλε και τη Ρένα σαν έξτρα bonus-δώρο, για να γλυκάνει τα ματάκια μας και να δώσει νόημα στη μίζερη ζωή μας…
Αν και όλοι τους ξεχωρίζουν «σαν τη μύγα μέσα στο γάλα» ανάμεσα στον Κιλκισιώτικο μικρόκοσμό μας, ωστόσο αμέσως δημιουργούν φιλικές και καλές σχέσεις με όλους. Δεν είναι απόμακροι και μουντρούχοι, δεν έχουν υφάκι και υπεροψία, ούτε μας κοιτούν υποτιμητικά. Το αντίθετο μάλιστα, αφού μπαινοβγαίνουμε στα σπίτια τους με άνεση. Πως είναι σήμερα που δε λες ούτε καλημέρα το γείτονα? Ε καμία σχέση. Εγώ τότε πρέπει να ήμουν 7-8 χρονών. Καλά για τη Ρένα δε μιλάμε. Τη βλέπαμε με τα λαμέ μινάκια ( της μόδας τότε) και λιώναμε σα βανίλια παγωτό στην Πλατεία Ταχυδρομείου στη Λάρισα τον Αύγουστο.
Η Δεσποινούλα όμως δεν ήταν ένα κανονικό παιδί. Είχε Σύνδρομο Down. Επαναλαμβάνω πως βρισκόμαστε σε μια εποχή που σε κάποιες άλλες πόλεις της Ελλάδας, τους ανάπηρους ή τους διπλοκλείδωναν σε υπόγειες αποθήκες, ή τους έθαβαν ζωντανούς επί τόπου για να μην τους βλέπει «ο κόσμος»! Αχ αυτός ο «κόσμος»… Τι θα πει ο κόσμος…; Όπως συνήθιζαν να λένε οι παλιοί. Θεωρώ πως αυτό το «τι θα πει ο κόσμος», είναι η πιο ντροπιαστική και αυτοταπεινωτική έκφραση της γενιάς των γονιών μας κυρίως.
Τότε ήταν μεγάλη ντροπή να έχεις ανάπηρο σπίτι σου. Όσοι ανάπηροι τολμούσαν να κυκλοφορήσουν, τους έλεγαν «κωφάλαλους»! Καμία σχέση ο κωφός και άλαλος ( που δε μιλάει επειδή δεν δέχεται ήχους) με τον νοητικά ανάπηρο, αλλά τέλος πάντων. Τόση ασχετοσύνη υπήρχε. Στο λεξικό εκείνης της εποχής δεν υπάρχουν λέξεις όπως: Δικαιώματα ΑμεΑ, αλλά ούτε Ειδική Αγωγή, Ειδικά σχολεία, δομές και σύλλογοι με εκδηλώσεις συμπαράστασης στα ευρωπαϊκά πρότυπα, ούτε λογοθεραπείες, φυσιοθεραπείες, ψυχολογική υποστήριξη, επιδόματα κτλ. ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ.
Οι ανάπηροι είναι αόρατοι ή κλειδωμένοι σε κάποιο υπόγειο ή ίδρυμα.
Φανταστείτε τη ζωή αυτής της μητέρας με ένα ανάπηρο παιδί στο ακριτικό και άγνωστο Κιλκίς. Ο σύζυγος από το πρωί ως το βράδυ μέσα στο στρατόπεδο, μετά υπηρεσίες, μετά ασκήσεις και πάλι από την αρχή. Μια μητέρα ολομόναχη σε ένα μεγάλο χωριό, συνοδοιπόρος του συζύγου που γυρίζει την Ελλάδα κάθε 2-3 χρόνια λόγω δουλειάς.
Μπορείτε άραγε να φανταστείτε πως της συμπεριφέρθηκαν οι «επαρχιώτες», οι «αγράμματοι» Κιλκισιώτες γείτονες? Εκεί ακριβώς είδαμε τις πράξεις των γονιών μας. Σας ορκίζομαι πως η συμπεριφορά τους προς τη Δεσποινούλα και τους γονείς της ήταν υποδειγματική. Βοήθησαν κι αυτοί βέβαια αφού ήταν απόλυτα «απενοχοποιημένοι», γελαστοί και ανοιχτοί ώστε να «εμφανίσουν» το παιδί τους στη μικρή μας κοινωνία. Λεβέντισσα η κ. Τούλα, λεβέντης ο κ. Θέμης. Δεν θυμάμαι να υπήρξε στιγμή που να είδαμε τη Δεσποινούλα σαν κάτι διαφορετικό. Την αγκαλιάζαμε με απέραντη αγνή και ανιδιοτελή αγάπη. Παίζαμε μαζί της, κάναμε βόλτες με το καρότσι και τόσα άλλα. Η Δεσποινούλα όλα τα καταλάβαινε, όλα τα ένιωθε και γελούσε με την ψυχή της.
Και ο λόγος ήταν τόσο απλός. Αντιγράφαμε αυτά που βλέπαμε… Υποσυνείδητα «ρουφούσαμε» σαν σφουγγάρια τις πράξεις του Θέμη, της Τούλας, της Καλλιόπης και του Νικόλα προς τη Δεσποινούλα, που ήταν ισότιμη σε όλα. Με καθημερινές μικρές πράξεις που όμως είχαν μεγάλη αγάπη μα κυρίως σεβασμό… Και όχι υποκριτικές υψηλές αναλύσεις περί ρατσισμού και άλλες χαζομάρες. Στα παχιά λόγια και τη θεωρία όλοι καλοί είμαστε.
Περήφανος αλλά και θυμωμένος…
Νιώθω τεράστια περηφάνια για αυτούς τους ανθρώπους, γιατί μέσα σε τόσα προβλήματα, την άγνοια, τη φτώχεια, την προκατάληψη της εποχής, απέδειξαν ποιοι είναι. Με πράξεις.
Ταυτόχρονα όμως νιώθω απογοήτευση, ίσως και θυμό για το σήμερα. Ναι, εξελιχθήκαμε και κατακτήσαμε πολλά: Έχουμε πρόσβαση στην πληροφόρηση, τη γνώση, αλλά φτιάξαμε μια κοινωνία αμάθειας και ημιμάθειας. Απολαμβάνουμε ελευθερίες, ευκολίες, ευμάρεια αλλά ταυτόχρονα κυριαρχεί ο θυμός, το μίσος, η αδικία, η πουστιά. Σήμερα 2020 και ακόμη δεν λύσαμε στοιχειώδη ζητήματα όπως η αρμονική συνύπαρξη με το γείτονα, το πάρκινγκ ή η ελεύθερη πρόσβαση του ανάπηρου. Λέμε πως κατακτήσαμε με αγώνες τα δικαιώματά μας, αλλά όποιος έχει εξουσία και δύναμη πατάει και αδικεί με μανία τον αδύναμο. Μιλάμε για δικαιοσύνη αλλά θριαμβεύει η υπεροψία με την υποτίμηση του «κατώτερου» αλλά και την τιμωρία του κάθε «διαφορετικού».
Ευτυχώς η Δεσποινούλα μέσα στην ατυχία της είχε την τύχη να ζήσει στο ταπεινό και «αγράμματο Κιλκίς» του 1970. Οι γονείς του αυτιστικού παιδιού στην Ξάνθη του 2020 μάλλον δεν θα πουν το ίδιο…
Σημείωση: Η φωτογραφία με τη Δεσποινούλα είναι έξω από την εκκλησία των Δεκαπέντε Μαρτύρων στη γειτονιά μας. Η Δεσποινούλα πήγαινε κάθε Κυριακή με τους γονείς της κι εμάς μαζί. Περήφανα και με ψηλά το κεφάλι όλοι. Στο Κιλκίς του 70. Πόσους αναπήρους βλέπετε σήμερα σε δημόσιες εκδηλώσεις…;