«Ο ΄Ολυμπος κι ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν
Το ποιο θα ρίξει τη βροχή, το ποιο θα ρίξει χιόνι…» ,
εκφράζει με απλοϊκή αλλά μεγαλοπρεπή φαντασία το κλέφτικο τραγούδι.
Η φανταστική αυτή έριδα ανάγεται στα βάθη της λαογραφίας, εξυμνώντας την κλεφτουριά της ελληνικής επανάστασης κατά το 1821. Η ΄Οσσα (ή Κίσσαβος) , το «αντίπαλον δέος» του βουνού των θεών, παίρνει την πρωτιά από τον ΄Ολυμπο χάρη στα Αμπελάκια.
Ειδικότερα, στις ΒΔ πλαγιές του όρους ΄Οσσα, στην είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών, βρίσκεται ο παραδοσιακός οικισμός Αμπελάκια, που φημίζεται για τη σύσταση του πρώτου συνεταιρισμού παγκοσμίως. Οι κάτοικοι του χωριού τον 18ο αι. (1778) δημιούργησαν τον πρώτο συνεταιρισμό (αγροτικό), που ασχολείτο με την επεξεργασία και τη βαφή νημάτων με κόκκινο χρώμα, που παρήγαγαν από μία κόκκινη χρωστική ουσία που είχε η ρίζα του φυτού «ριζάρι» (ρούβια η βαφική).
Σκοπός του συνεταιρισμού, που είχε τον ευφάνταστο τίτλο «κοινή συντροφία», ήταν η αντιμετώπιση του εξωτερικού ανταγωνισμού. Πρόεδρος του συνεταιρισμού ήταν ο Αμπελακιώτης Γεώργιος Μαύρος. Στο διάστημα λειτουργίας του συνεταιρισμού τα Αμπελάκια γνώρισαν μεγάλη ακμή και ανάπτυξη. Τα σπίτια των κατοίκων έγιναν πλουσιότερα και κτίστηκαν πολλά αρχοντικά, πολλά από τα οποία σώζονται αναπαλαιωμένα μέχρι σήμερα. Ο συνεταιρισμός διαλύθηκε το 1812. Οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν στη διάλυση ήταν η εφεύρεση της χημικής ουσίας ανιλίνης, που παρήγαγε το ίδιο αποτέλεσμα με το ριζάρι αλλά ήταν φθηνότερη, οι συγκρούσεις μεταξύ των μελών και η υψηλή φορολογία που επέβαλε στους κατοίκους ο Αλή Πασάς. Ταυτόχρονα με το τέλος του συνεταιρισμού ήρθε η παρακμή του χωριού.
Στο χωριό σώζονται σήμερα αρκετά καλοδιατηρημένα πετρόχτιστα αρχοντικά, παραδοσιακές πέτρινες βρύσες και γραφικά σοκάκια, που μαρτυρούν παλαιότερες εποχές ακμής.
Τα Αμπελάκια είναι έδρα ομώνυμης τοπικής κοινότητας, η οποία χαρακτηρίζεται ως αγροτικός ορεινός οικισμός, ανήκουν δε στο δήμο Τεμπών με πληθυσμό 388 κατοίκων κατά την απογραφή του 2011.
Στη μεσαιωνική εποχή η περιοχή των Αμπελακίων ήταν μέλος ενός φρουρίου μέσα στην κοιλάδα των Τεμπών.
΄Εγιναν οικισμός με αυτό το όνομα στα μέσα του 15ου αι. με πρωτοβουλία ενός Τούρκου τιμαριούχου, που συγκέντρωσε ακτήμονες χωρικούς και τους έβαλε να ζήσουν και να δουλέψουν στα χωράφια της περιοχής του. Πιθανή προέλευση του ονόματος είναι τα πολλά μικρά αμπέλια, που καλλιεργούνταν εκεί.
Τον καιρό της Τουρκοκρατίας ήταν από τα τυχερά χωριά που είχαν προνόμια, αυτοδιοίκηση, κατοικούνταν μόνο από ΄Ελληνες, κι έτσι οι κάτοικοι μόνο για το δικό τους συμφέρον καλλιεργούσαν τη γη και ασχολούνταν με υφαντουργία, μεταξουργία, νηματοβαφή, αμπελοκαλλιέργεια κλπ. Μόνη τους υποχρέωση ήταν η πληρωμή του φόρου υποτέλειας.
Στο χωριό ιδρύθηκε το 1749 σχολείο, που ονομάστηκε «Ελληνομουσείον», όπου δίδαξαν φημισμένοι ΄Ελληνες δάσκαλοι, όπως ΄Ανθιμος Γαζής, Ευγένιος Βούλγαρης, Νεόφυτος Δούκας κ.ά. Εκεί φοιτούσαν 300 μαθητές και από τα γειτονικά χωριά. Διδάσκονταν αρχαία ελληνικά, φιλοσοφία, ανώτερα μαθηματικά και φυσικές επιστήμες. Αξίζει να σημειωθεί ότι με χορηγία της Αμπελακιώτικης κοινότητας ο ΄Ανθιμος Γαζής έγραψε και εξέδωσε το «Λεξικό της ελληνικής γλώσσας», που τυπώθηκε στη Βιέννη το 1809. Το σχολείο παρήκμασε με την πτώχευση του συνεταιρισμού.
Πολύ αργότερα, το 1879, το Ελληνομουσείον αντικαταστάθηκε από τη «Μανιάρειο σχολή», κληροδότημα του Αμπελακιώτη Διαμαντή Μάνιαρη. Απέκτησε πλούσια και φημισμένη βιβλιοθήκη, κατέρρευσε, όμως, από σεισμό, το σχολείο δε που αναγέρθηκε στη θέση του λειτούργησε σχεδόν μέχρι τις μέρες μας, το 1986.
Πολλοί εύρωστοι οικονομικά Αμπελακιώτες, που ήταν έμποροι της διασποράς και ανήκαν στη Φιλική εταιρία, δαπάνησαν μεγάλα ποσά για την οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά των Τούρκων αλλά και συμμετείχαν ενεργά στην ένοπλη εξέγερση.
Τα Αμπελάκια, όπως και όλη η Θεσσαλία, προσαρτήθηκαν στην υπόλοιπη Ελλάδα το 1881. Σήμερα, αποτελεί ένα σημαντικό τουριστικά τόπο, όπου ο επισκέπτης γοητεύεται τόσο από τα παραδοσιακά πετρόκτιστα αρχοντικά και γραφικά σοκάκια του παρελθόντος, όσο και από τη φιλοξενία των κατοίκων που προσφέρουν γαστριμαργικές λιχουδιές του τόπου τους.
Αρχοντικό του Γεωργίου Μαύρου (Σβαρτς)
Σήμερα διατηρούνται 17 αρχοντικά με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, με πρωτεύουσα θέση σε αυτά να κατέχει το αρχοντικό του Γεωργίου Μαύρου. Ο Γεώργιος Μαύρος, κατά τα προλεχθέντα, ήταν πρόεδρος του συνεταιρισμού και οι συναλλασσόμενοι Γερμανοί και Αυστριακοί έμποροι του έδωσαν το όνομα Σβαρτς (μαύρος), με το οποίο έμεινε γνωστός. ΄Ηταν έδρα της «Κοινής Συντροφίας», του συνεταιρισμού δηλ. και στέγαζε το ταμείο, το θησαυροφυλάκιο καθώς και αίθουσα συνεδριάσεων.
Η κατασκευή του κράτησε 11 ολόκληρα χρόνια (1787 – 1798) . Αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Είναι πέτρινο, τριώροφο με ελαφρά προεξοχή του τρίτου ορόφου. Διαθέτει ξύλινη επένδυση και πλούσια διακόσμηση, που περιλαμβάνει τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτες οροφές.
Το 1965 αγοράστηκε από το ελληνικό δημόσιο και πλέον είναι ανοικτό στους επισκέπτες, γηγενείς και τουρίστες, οι οποίοι έτσι έχουν τη δυνατότητα να το συμπεριλάβουν στα σημαντικά αξιοθέατα του γραφικού αυτού ορεινού οικισμού.
Η δράση υλοποιήθηκε στα πλαίσια του Υπομέτρου 19.3 «Στήριξη για την υλοποίηση της συνεργασίας (διακρατική και διατοπική)» του Μέτρου 19 (Τοπική Ανάπτυξη με Πρωτοβουλία Τοπικών Κοινοτήτων CLLD/LEADER), του ΠΑΑ 2014-2020 .
INFO BOX
Για περισσότερες πληροφορίες κάνε click στο αντίστοιχο εικονίδιο!