Δύσκολο πράγμα το τιμόνι. Πολύ δύσκολο. Κι όποιος έχει αντίθετη άποψη, ας το δοκιμάσει έστω και για μια ημέρα. Και θα καταλάβει, τι σημαίνει μαρτύριο…
Διότι οδηγός τουριστικού λεωφορείου, δεν σημαίνει: έβαλα γυαλί και παντελόνι Lee, ανέβηκα στο όχημα, κάθισα στην αναπαυτική καρέκλα, άνοιξα το κασετόφωνο με καψουροτράγουδα, έβαλα μπρος και έφυγα… Οδηγός δεν σημαίνει: έχω το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο τη φραπεδιά, και στα δεξιά μου «χαλβαδιάζω» την ομορφούλα αρχηγό γκρουπ-ξεναγό. Οδηγός δε σημαίνει, βόλτες, και τζάμπα ταξιδάκια με καλή παρέα, αστειάκια, ανέκδοτα, χαβαλέ και χορός με τραγουδάκια μέσα στην καμπίνα..
Ναι, ίσως οι οδηγοί και να απολαμβάνουν κάποια από τα παραπάνω. Αλλά δυστυχώς, ενδιάμεσα παρεμβάλλονται πολλά άλλα, και άγνωστα στους περισσότερους ταξιδιώτες. Δύσκολα, αγχωτικά, κουραστικά στο σώμα και την ψυχή.
Μετά από κάποια χρόνια επάνω στο τιμόνι, και καταπίνοντας εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα στους δρόμους, το σώμα και η ψυχή κυριολεκτικά κουρελιάζονται. Για τον οδηγό τουριστικού λεωφορείου το ταξίδι αρχίζει αρκετά πριν… το ταξίδι. Συντήρηση, προνοητικότητα, ετοιμασία και έλεγχος, για κάθε πιθανό και απίθανο τεχνικό πρόβλημα που μπορεί να προκύψει στο δρόμο. Καθαρισμός μέσα και έξω της καμπίνας. Ειδικά μέσα θα πρέπει να κάνει ειδική επιχείρηση απολύμανσης και αποκατάστασης ζημιών, αφού το προηγούμενο σχολείο ή φίλαθλοι, το έκαναν «καλοκαιρινό…» Σπασμένα τασάκια, ξηλωμένα δυχτάκια, πεταμένα γαριδάκια, ψίχουλα, κολλημένες τσίχλες, και οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους υπάρχουν μέσα σε ένα λεωφορείο.
Αφού καταφέρει και το επαναφέρει σε μια αξιοπρεπή κατάσταση, θα πρέπει να ελέγξει και να ενημερώσει, ταχογράφους, ταξιδιωτικά ή τεχνικά έγγραφα.
Όταν ξεκινήσει το ταξίδι, το δυσκολότερο πρόβλημα είναι το ψυχοσωματικό. Αν και υπάρχουν νόμοι που καθορίζουν το πλαφόν ωρών οδήγησης, σε συνδυασμό με τα διανυόμενα χιλιόμετρα και τις ώρες ανάπαυσης, τις περισσότερες φορές για πρακτικούς λόγους αυτό δεν είναι εφικτό.
Αναγκαστικά το σώμα «ενεργοποιείται» βίαια, και φυσικά στρεσάρεται σχεδόν ολοκληρωτικά. Για όσες ώρες οδηγεί ( και είναι πολλές), τα μάτια, χέρια, ακοή, πόδια, εγκέφαλος, είναι σε πλήρη συναγερμό. Μια μόνιμη κατάσταση υπερέντασης που πολλές φορές δεν το καταλαβαίνει ούτε ο ίδιος. Η ακινησία ακόμη μεγαλύτερος εχθρός. Για ώρες σφηνωμένος και ακίνητος. Οι περισσότεροι έχουν «κοιλιά Γερμανού» και αρκετά προβλήματα υγείας κυρίως σε σχέση με την καρδιά και το κυκλοφοριακό ( του σώματός τους). Η ρουτίνα και η μονοτονία της δουλειάς φέρνει κάποιες φορές, αμηχανία και ανία. Κακή επιλογή «φαρμάκου» οι πολλοί καφέδες και τα τσιγάρα, με τις γνωστές συνέπειες . Χιονοθύελλες με τοποθέτηση αλυσίδων μέσα στην παγωνιά, μποτιλιαρίσματα, κακοί, μικροί δρόμοι, βλάβες κτλ είναι φυσικά μέσα στο πρόγραμμα..
Αφού ξεπεραστούν τα παραπάνω, σειρά έχουμε εμείς. Οι ταξιδιώτες, που πληρώσαμε και απαιτούμε να μας γίνουν όλα τα χατίρια. Που θυμόμαστε μόνο τις υποχρεώσεις των άλλων και όχι τις δικές μας. «Οδηγέ, ζεσταινόμαστε, κρυώνουμε, βάλε να χορέψουμε, όχι αφήστε μας να κοιμηθούμε, σβήστε τα φώτα να χαλαρώσουμε λίγο, όχι ανάψτε τα να διαβάσουμε κάτι μέχρι να φτάσουμε Κωνσταντινούπολη, δεν θα σταματήσουμε για ψώνια στο Σαντάνσκι που είναι και φτηνά; Όχι να μην σταματήσουμε, αργήσαμε. Τι πάλι έντεχνα; Πολύ κουλτουριάρηδες γίνατε. Βάλε κάτι χαρούμενο, όχι μη βάζεις τίποτα, ησυχία θέλουμε.» Ο καθένας μας «το μακρύ και το κοντό του». «Εγώ που θα βάλω τη βαλίτσα μου; Γιατί δεν έχει άλλο χώρο; Τόσο μικρό λεωφορείο έβαλαν;» Με απαιτήσεις, γκρίνια και μόνιμα θέλω.
Ναι υπάρχουν και κακομούτσουνοι οδηγοί, που για να γελάσουν πρέπει να τους γαργαλήσεις, κι αν… Ναι υπάρχουν αγενείς που δε λένε ούτε μια καλημέρα όταν μας δουν, ή ένα «καλώς ήλθατε στο χώρο μου». Υπάρχουν και κάποιοι που δεν προσέχουν όσο θα έπρεπε το λεωφορείο τους. Που συνήθως δεν είναι δικό τους, αλλά ανήκει στο αφεντικό που ίσως δεν τον καλοπληρώνει ή έχει να τον πληρώσει κάτι μήνες. Και τον εκδικείται με τον τρόπο του.
Υπάρχουν και αυτοί δυστυχώς, αλλά είναι ελάχιστοι. Εμείς οφείλουμε να κατανοήσουμε τους υπόλοιπους. Τους «καλούς».. Να σεβαστούμε το χώρο που μας δάνεισαν για λίγες ημέρες, αλλά κυρίως τη ξένη περιουσία. Να βοηθήσουμε κι εμείς με τον τρόπο μας, να διεξαχθεί ένα ασφαλές και χαρούμενο ταξίδι. Προς όφελος όλων.
Και φυσικά μόνο καλό θα κάνουμε αν αφήσουμε ένα φιλοδώρημα στο τέλος, αποφεύγοντας τα μιζεριάρικα «Ε μωρέ! Aφού πληρώνεται… γιατί να του δώσω;» «Και τι έκανε μήπως; Σιγά το πράγμα. Αυτό και εγώ το κάνω. Εμένα μήπως στο γραφείο ή το εργοστάσιο εκτιμάει κανείς τη δουλειά μου; Που δουλεύω σα σκυλί από το πρωί ως το βράδυ; Σιγά μη χαλαλίσω τέτοια εποχή 3-5 ευρώ για έναν οδηγό…»