Γράφει και φωτογραφίζει η Φένια Τσαγανάκη*
Όταν ακούμε πως κάποιος επισκέφτηκε την πατρίδα μας συνήθως χαιρόμαστε και τον ρωτάμε πώς πέρασε και τι του άρεσε. Οι μόνες φορές που ρωτήθηκα «γιατί» ήταν από ανθρώπους που γεννήθηκαν στις χώρες της πρώην σοβιετικής ένωσης. Τί πήγες να κάνεις στο Κιργιστάν/ στη Μολδαβία/ στο Καζακστάν, -ερωτήσεις που καλούμαι συχνά να απαντήσω σε μάτια απορημένα και διόλου χαρούμενα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους άφησαν τα σπίτια και τις ζωές τους ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους, μη γυρνώντας ξανά να κοιτάξουν τί άφηναν.
Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι κι ο Σάββας. Ο Σάββας που γνώρισε συχνά την αποθέωση των φιλάθλων και των οπαδών και που παρέμεινε ταπεινός, ένας άνθρωπος απίστευτα δοτικός και κιμπάρης , καλός πατέρας και φίλος, που πιο πολύ νοιάζεται για τους γύρω του παρά για τον ίδιο του τον εαυτό. Παρόλο που περάσαν τα χρόνια του και έχει περάσει πια τα πενήντα προ πολλού, οι φίλαθλοι δε τον ξεχνούν, οι δημοσιογράφοι του παίρνουν ακόμα συνεντεύξεις και ο ίδιος -πιστός πάντα στις απόψεις του- δε παύει να πρεσβεύει την ισότητα, τη δικαιοσύνη και τη φιλειρηνική συνύπαρξη των λαών.
Τον Σάββα τον γνωρίζω πολλά χρόνια από κοινές παρέες Ηρακλειδέων και μεταλλάδων κι έτυχε να τον συναντήσω μόλις είχα επιστρέψει από τη γενέτειρα πόλη του, το Αλμάτι του Καζακστάν. Φυσικά με ρώτησε, στην αρχή διστακτικά τί πήγα να κάνω εκεί και στη συνέχεια διακριτικά , προσπαθώντας να αφουγκραστεί πόσο έχει αλλάξει η πόλη του κι οι άνθρωποί της. Του εξήγησα πώς πήρα μια μαρσρούτκα (τοπικό λεωφορείο των χωρών της ΕΣΣΔ που φεύγει μόλις γεμίσει) από τη Μπισκέκ του Κιργιστάν και σε μερικές ώρες πέρασα στο Καζακστάν, φτάνοντας με μια μικρή ταλαιπωρία στο Αλμάτι. Πήρε το ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο και άρχισε να το διαβάζει :
«Τα ταλαίπωρα κεφαλάκια μας χόρευαν ρυθμικά στο σκοπό της εκάστοτε λακκούβας πάνω από την οποία περνούσε η μασρούτκα που μας μετέφερε από τη Μπισκέκ στο Αλμάτι. Τα 235 αυτά χιλιόμετρα που χωρίζουν τις δυο πόλεις είναι ικανά να μας έχουν από τρεις έως και επτά ώρες στο δρόμο. Όμως η Κεντρική Ασία σου μαθαίνει να ζεις τη στιγμή και να αποδέχεσαι την παρούσα κατάσταση όποια κι αν είναι αυτή. Στα σύνορα η καρδιά μου πήγε στην κούλουρη μιας και ο υπάλληλος πίσω από το γκισέ εξέταζε μία μία τις σελίδες του διαβατηρίου μου, ενώ στάθηκε στις άπειρες σφραγίδες που είχα από τα πήγαινελα μου στη Μόσχα. Εν τέλει αποφάσισε να μου δώσει την πολύτιμη σφραγίδα του Καζακστάν και η καρδιά μου μετά από λίγα λεπτά επανήλθε στη θέση της.
Με το που μπαίνεις στο Καζακστάν αντιλαμβάνεσαι τί εστί απέραντη αχανής στέπα. Όπου φτάνει το μάτι, αντικρίζεις το κιτρινοπράσινο χρώμα της. Θυμάμαι το μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη, η Ζωή εν τάφω, που έκανε λόγο για τα ουρανοθέμελα της Ρωσίας. Ήθελα τόσο πολύ από μικρή να τα αντικρίσω. Ουρανοθέμελα πράσινα, όχι άλλα μπλε.
Και να’ τα λοιπόν, εκεί μπροστά μου. Σαν κεντρασιάτισσα κι εγώ λοιπόν, απολαμβάνω τη στιγμή μου και το μονότονο πράσινο τοπίο, χωρίς να αγωνιώ για το πότε θα φτάσουμε.
Κάποια στιγμή όμως από μακριά φαίνονται οι κλασικές σοσιαλιστικές κατοικίες, το χάος μιας πόλης πνιγμένης στο καυσαέριο μα και τα απέραντα χιονισμένα βουνά που πλαισιώνουν το Αλμάτι.
Κάνω βιαστικά τσεκ ιν στο ξενοδοχείο και παρατάω τα πράγματά μου όπως όπως για να βγω στην ταράτσα, να πάρω μια πρώτη γεύση της πόλης από τη θέα που προσφέρει το ξενοδοχείο μου. Ήμουν έτοιμη για τη νέα μου εξερεύνηση.
Του Καζακστάν δε του πάει ο Μουσουλμανισμός. Ίσως να είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ίσως η πολυπολιτισμικότητα και η μεγάλη ανοχή στη διαφορετικότητα. Κι όμως η πλειοψηφία των ανθρώπων είναι μουσουλμάνοι. Τα τζαμιά ζηλεύουν τις χρυσοστόλιστες εκκλησίες και στολίζουν κι αυτά με χρυσό τους τρούλους τους. Η μακρόχρονη αθεΐα όμως που επέβαλε το καθεστώς της ΕΣΣΔ άφησε αφενός το κατάλοιπο της χαλαρής σχέσης με τη θρησκεία αλλά και έστρεψε πολύ κόσμο προς τις αιρέσεις.
Ξεχύνομαι στους δρόμους μη θέλοντας να χάσω λεπτό. Το μάτι τα χάνει με την τόσο μεγάλη ποικιλία σε πρόσωπα: Καζάκοι, Ρώσοι, Κιργίσιοι, Γερμανοί, Ουζμπέκοι, Ουκρανοί, Ουιγούροι, Τατζίκοι. Χωνευτήρι λαών και πολιτισμών. Η ρυμοτομία της πόλης θυμίζει Μανχάταν : τεράστιες λεωφόροι σχεδιασμένες θαρρείς με χάρακα, απέραντοι δρόμοι που για να τους διασχίσεις πρέπει να συμβουλευτείς την αντίστροφη μέτρηση στα φανάρια.
Νεολαία παντού, χαμογελαστές κοπέλες με σχιστά μάτια, μιμούμενες το τελευταίο τρεντ της εποχής- το κορεάτικο μακιγιάζ, επιβλητικές Ρωσίδες με ψεύτικες βλεφαρίδες και υπερμεγέθη τατουάζ στα φρύδια, βιαστικοί νεαροί που προσπερνούν με ένα χαρτοφύλακα στο χέρι και επίσημα ενδύματα , γυμνασμένοι Καζάκοι με αθλητική περιβολή που αναδεικνύει τις φαρδιές τους πλάτες. Πού και πού συναντάς και μαντιλοφορούσες, πάντα μοντέρνες όμως. Μοντέρνα είναι και τα κτήρια ολόγυρα που πλαισιώνουν τις τεράστιες λεωφόρους, κάνοντας παρέα στα ένδοξα σοσιαλιστικά κτήρια μιας άλλης εποχής. Αλλά και τα αγάλματα και τα μνημεία της πόλης θυμίζουν έντονα της αισθητική της εποχής, πομπώδη, χοντροκομμένα και απλοϊκά, ενώ πολλές φορές δε λείπει ούτε το σφυροδρέπανο από τη διακόσμηση.
Η πλατεία ανεξαρτησίας αν και δημιουργήθηκε ακριβώς για να δηλώσει την ανεξαρτησία του Καζακστάν μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ωστόσο δε μπορεί ούτε αυτή να ξεφύγει από την αισθητική της. Η ανοιχτωσιά της όμως προσφέρει μια υπέροχη θέα στη χιονισμένη οροσειρά Ζαιιλίσκι Αλατάου.
Αν έχεις έρθει όμως στο Αλμάτι για sightseeing, θα βγεις χαμένος. Στο Αλμάτι πρέπει να έρθεις για να νιώσεις, και όχι για να δεις. Και πρωτίστως να νιώσεις τον αέρα της κεντροασιατικής μεγαλούπολης, να νιώσεις τον παλμό της, να αφουγκραστείς το πόσο γρήγορα αλλάζει, εξελίσσεται. Τα ρωσικά θα σου χρειαστούν, έστω τα στοιχειώδη, γιατί οι περισσότεροι δε μιλούν αγγλικά. Οι δε καταστηματάρχες δεν είναι πάντα φιλικοί, ούτε δέχονται να τους φωτογραφίσεις. Είναι πάντως τίμιοι. Ξέχασα το διαβατήριό μου με εκατό ευρώ μέσα, σε ένα πάγκο λαϊκής αγοράς και ο ιδιοκτήτης έτρεχε σα τρελός να με προφτάσει. Οι λαϊκές αγορές όπως οπουδήποτε στον κόσμο παρουσιάζουν ενδιαφέρον.
Έξω από ένα τζαμί έχει στηθεί μια γιούρτα υπενθυμίζοντας και αυτό το κομμάτι του Καζακστάν. Η πόλη διαθέτει και δυο πανέμορφες ρωσσορθόδοξες εκκλησίες. Δυστυχώς όμως η μία από αυτές ήταν υπό ανακαίνιση και δε τη χάρηκα όπως θα ήθελα. Χάρηκα ωστόσο τη ζωή των χαλαρών ρυθμών που εκτυλίσσεται έξω από την εκκλησία.
Από το πρωί μέχρι το βράδυ τις μέρες που πέρασα στο Καζακστάν, περιπλανιόμουν ασταμάτητα στους τεράστιους δρόμους, θέλοντας να επωφεληθώ από την κάθε μου στιγμή.
Λίγο πριν πέσει ο ήλιος, με βρήκε στην κεντρική οδό της πόλης, ένα στενό δρομάκι με τεράστια μαγαζιά μεγάλων αλυσίδων, τόσο παράταιρα τοποθετημένα ανάμεσα σε σοσιαλιστικά μεγαθήρια.
Στον πεζόδρομο αυτό έχουν στηθεί καλλιτέχνες με σόου, κοπέλες που χορεύουν, νεαροί που παίζουν το εθνικό μουσικό όργανο του Καζακστάν, ένα έγχορδο που μοιάζει αρκετά με μπουζούκι.
Εδώ βρίσκεται και το γνωστό πολυκατάστημα των χωρών της Σοβιετική Ένωσης, το Tsum. Εδώ χτυπά και η καρδιά της πόλης, εδώ γίνεται η απογευματινή βόλτα της νεολαίας, εδώ μαζεύονται οι νέοι γονείς και αφήνουν τα παιδάκια τους να παίξουν στα δροσερά σιντριβάνια της πόλης. Αποφάσισα να ενδώσω στο καπιταλιστικό παραλήρημα και να πιω έναν καφέ στα Starbucks, όπου δεν αντιστάθηκα ούτε στο να αποκτήσω ένα σουβενίρ από το κατάστημα.
Το βράδυ, άραξα στις μαξιλάρες του ξενοδοχείου μου, στην ταράτσα. Στις δέκα το βράδυ ακόμα υπήρχε ροζ φως στον ορίζοντα. Η θέα ήταν υπέροχη. Με προσέγγισε μια παρέα ντόπιων από την Αστανά, ρωτώντας με από που προέρχομαι. “Greece, Mazonakis, Gucci forema” μου είπαν. Νιώθω υπερήφανη για τον πολιτισμό που εξάγει η χώρα μου.
Στο ξενοδοχείο η κινητικότητα δε σταμάτησε ούτε τις πρώτες πρωινές ώρες. Ο καφές που είχα πιει αργά το βράδυ με κράτησε ξάγρυπνη μέχρι το ξημέρωμα. Το Αλμάτι είναι μια πόλη με πλούσια νυχτερινή διασκέδαση, κι αυτό μου έγινε σαφές άμεσα.
Η Ζιλιέτ Μπινός στην περί ελευθερίας μπλε ταινία του Κισλόφσκι έλεγε χαρακτηριστικά κάπου πως δε θέλει ιδιοκτησίες, ούτε αγάπη, ούτε φίλους, ούτε αναμνήσεις καθώς όλα αυτά είναι παγίδες. Θα συμφωνήσω μέχρι ένα σημείο, όμως όχι όσον αφορά τις αναμνήσεις. Αυτές δε μπορεί να μας τις πάρει κανείς, ούτε να τις σβήσουμε. Κρατάμε τις αναμνήσεις μας από τα ταξίδια ως κόρη οφθαλμού, είναι η πηγή της γνώσης μας, η προσωπική μας εξέλιξη και η δύναμή μας»
- «Ναι Φένια» , μου λέει ο Σάββας. «Οι αναμνήσεις μας είναι η δύναμή μας. Δε ξεχνώ την Ελλάδα που με διαμόρφωσε, στην οποία βρήκα αγάπη κι αναγνώριση. Και πάντα θυμάμαι από που προήλθα, τι προσλαμβάνουσες κουβαλώ, τι διδάχτηκα στο σχολείο. Δε ξεχνώ τη στέπα που σου μαθαίνει την υπομονή και την ταπεινότητα.»
«Το μόνο απαραβίαστο σύνορο είναι η ανθρωπιά. Το μόνο διαβατήριο για να πορεύεται κανείς στον κόσμο του Ανθρώπου, είτε τρώει χοιρινό είτε όχι, είτε πιστεύει στο Χριστό είτε όχι, είναι η αλληλεγγύη σε όσους τη χρειάζονται»
ΣΑΒΒΑΣ ΚΩΦΙΔΗΣ
Λίγα λόγια για εμένα…
*Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το Σεπτέμβρη του 1984, κάπως πρόωρα γιατί βιαζόμουν να ανακαλύψω τον κόσμο. Στα 8 μου χρόνια έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Ήταν κάπου στις ιταλικές Άλπεις όταν ανακοίνωσα στους γονείς μου ότι ο προορισμός της ζωής μου ήταν αν ταξιδέψω. Στα 18 τους ανακοίνωσα πως θα πάω στα καράβια. Δε χάρηκαν με το νέο, έτσι κατέληξα στα αεροπλάνα, εξυπηρετώντας το επιβατικό κοινό στα 32.000 πόδια. Στο μεσοδιάστημα έκανα ένα παιδί, τελείωσα την ιταλική φιλολογία κι εργάστηκα ως διερμηνέας και καθηγήτρια. Μιλάω αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά, ρωσικά και πορτογαλικά. Στον ελεύθερό μου χρόνο παίζω κλαρινέτο και σκάκι, διαβάζω κλασική λογοτεχνία και ιστορία, παρακολουθώ ασιατικό κινηματογράφο ή ονειρεύομαι ταξίδια. Έχω ταξιδέψει σε περίπου 60 χώρες, στις περισσότερες με ένα σακίδιο στην πλάτη και μοναδική παρέα το ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο. Έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο “Ταξίδεψα για να σε βρω” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής.
https://www.instagram.com/fenia42/
INFO BOX
Για περισσότερες πληροφορίες κάνε click στο αντίστοιχο εικονίδιο!
Ρωτήστε τον ταξιδιωτικό σας πράκτορα για εκδρομικά πακέτα στο Καζακστάν